- χλοερός
- -ή, -ό / χλοερός, -ά, -όν, ΝΜΑχλωρός, πράσινος (α. «χλοερό λιβάδι» β. «ἐκ τόπων χλοερῶν», Πλούτ.)νεοελλ.(ιδίως για τόπο) καλυμμένος με χλόηαρχ.μτφ. ζωηρός, ακμαίος («ὣς οἳ μὲν χλοεροῑσιν ἰαινόμενοι μελέεσσιν ἀλλήλοις ψιθύριζον», Θεόκρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < χλόη + κατάλ. -ερός (πρβλ. τρυφ-ερός)].
Dictionary of Greek. 2013.